Το έχω! = Ναι, το μπορώ/το γνωρίζω/μου φαίνεται καλή ιδέα.
Σημαίνει, επίσης, είμαι καταπληκτικός: «Το 'χεις, λέμε!» Συνώνυμο του
παλιότερου «Είσαι θεός/-ά!» και του ακόμη παλιότερου «Σκίζεις!».
Δεν της το 'χα = Δεν την είχα ικανή για κάτι τέτοιο...
Δεν υπάρχει! = Είναι απίστευτο, τρελό, καταπληκτικό. Το
χρησιμοποιούμε και ως υπερθετικό για πρόσωπα: «Καλά, δεν υπάρχεις, μιλάμε!»
Ο,τι να 'ναι = Χρησιμοποιείται πάρα πολύ και με διάφορες αφορμές,
αλλά και χωρίς αφορμή· δηλώνει την ασυνεννοησία, την ανοργανωσιά. Ως
χαρακτηρισμός προσώπου δηλώνει κάποιον που είναι στον κόσμο του: «Ο τύπος είναι
ό,τι να 'ναι!» Ανάμεσα σε παρέες, παίρνει και την έννοια του «Δε βαριέσαι» ή
του «Ας πάει και το παλιάμπελο»: «Είδαμε μαραθώνιο "True Blood" όλο
το Σάββατο! - Καλά, ό,τι να 'ναι!» ή «Τι λέτε; Τρία επεισόδια έμειναν, να τα
δούμε; - Καλά, ό,τι να 'ναι!»
Το 'χει
κάψει, είναι καμένος = Τα εγκεφαλικά του κύτταρα έχουν καταστραφεί (από ουσίες
ή από βιντεογκέιμ).
Δεν την παλεύω = Δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλο, δεν «το 'χω».
Τα σπάμε = Είμαστε καταπληκτικοί, «το 'χουμε», περνάμε σούπερ. «Τα
σπάει!» = είναι τέλειο, εντυπωσιάζει...
Πού 'σαι, ρε μαν; = Η φράση χρησιμοποιείται έτσι ακριβώς ως
χαιρετισμός. Από το αγγλικό man και με εμφανή την επιρροή της χιπ χοπ
κουλτούρας.
Νταουνιάσου! = Κάτσε κάτω, sit down. Είναι νέα, χιουμοριστική
χρήση που δεν έχει σχέση με το «νταουνιάζομαι», το «πέφτω ψυχολογικά», που ήταν
λαστ γίαρ!
Ενιγουέι = (Anyway) Οπως και να 'χει. Χρησιμοποιείται όπως και το
αντίστοιχο αγγλικό.
Χελόου; = (Hello?) Είναι κανείς εκεί; (μέσα στο κεφάλι σου) ή «το
'χεις ακατοίκητο;» Χρησιμοποιείται όπως και το αντίστοιχο αγγλικό, για να
δηλώσει το υπερπροφανές, αυτό που ο άλλος είναι «ζώγγολο» αν δεν το
καταλαβαίνει.
Τζίζας = (Jesus) Ο Ιησούς και τα άτομα που έχουν εμφάνιση αυτού
του τύπου. «Πού πας, ρε μεγάλε, με τα μαλλιά σαν τον Τζίζας;»
Ρισπέκτ! = (Respect!) Χρησιμοποιείται όπως και η αντίστοιχη
αγγλική έκφραση, για να δηλώσει βαθιά εκτίμηση σε πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση:
«Εντάξει, ξέρει μπάσκετ το άτομο, ρισπέκτ!» - «Χα, χα, ρισπέκτ, μεγάλε, μου
'φτιαξες το κέφι, μαν!»
Οκέικ = Το οκέι σε χιουμοριστική εκδοχή, με μεγάλη πέραση αυτόν
τον καιρό.
Αν-παίκταμπλ = Από το στερητικό α + παίζομαι + την αγγλική
κατάληξη -able: Δεν παίζεται!
Λ.Α. (προφέρεται ελ έι) = Το λεκανοπέδιο Αττικής, στη γλώσσα των
χιπ-χόπερ και των δυτικών προαστίων. Πώς είναι το Λος Αντζελες; Καμία σχέση!
Το συσιφόνι = Ελληνοποίηση του youtube (εσύ+σιφόνι).
Χρησιμοποιείται με χιουμοριστική διάθεση.
Λεβελιάζω = Από το αγγλικό level: Ανεβαίνω επίπεδα με γοργούς
ρυθμούς, σε ον λάιν γκέιμ. Σημαίνει και το έχω κολλήσει άσχημα (εθιστεί) και
παίζω όλη μέρα.
Ζούδι = Ζώο, άχρηστος. Η νέα γενιά το χρησιμοποιεί με σχετικά
ελαφριά διάθεση. «Καλά, ρε ζούδι, δεν υπάρχει αυτό που λες!»
Ζώγγολο =
Από το ζώο + μόγγολο. Χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στη χαμηλή διανοητική
ικανότητα του αναφερόμενου ως «ζώγγολο».
Ούζο = Ούφο, ζώο, χαζό.
Αργάμισι = Αργά και κάτι παρά πάνω: «Τι ώρα γύρισες χτες; - Ε,
αργάμισι!», «Καλά, ας μην τον περιμένουμε, αυτός θα έρθει αργάμισι!»
Εφαγα χι, έριξα χι = Απόρριψη, χυλόπιτα, διακοπή διπλωματικών
σχέσεων: «Δεν με ξέρει καλά εμένα, θα φάει ένα χι που θα είναι όλο δικό του!»
Καστανάς = Ο ασήμαντος, ο τίποτα: «Τι κάνει αυτή με τον καστανά;»
Σάπιος = Κάποιος που δεν είναι εντάξει.
Μαλέφας = Μαλ (μαλάκας) + έφας (ελέφας). Συνώνυμο του «γκράντε
μαλάκα» σε λιγότερο προσβλητική εκδοχή.
Μακάκας = Πολύ χοτ λόγω Λαζόπουλου.
Μαλακάσας = Λίγο πιο ελαφρύ από το σκέτο...
Μαέβιους = Ο,τι και τα παραπάνω, αναφορά στον «Μαέβιους Παχατουρίδη»,
τον πομπώδη ζωγράφο από τους Α.Μ.Α.Ν.
Σκαλώνω = Κολλάω, δυσκολεύομαι: «Να δεις πώς τον είπε; Σκάλωσα
τώρα...»
Λούζομαι, το λούζω = Αράζω χωρίς να κάνω τίποτα, «σαπίζω»: «Πώς
λούστηκες χτες;» (Δηλαδή, τι έκανες;) Συχνές χρήσεις: «Ασε, σήμερα πάλι έλουσα»
- «Είσαι λούστης!»
Σάπινγκ = Από το «σαπίζω» και την κατάληξη -ing: Το λούζω, δεν
κάνω τίποτα, είμαι όλη μέρα στον καναπέ... «Κομμάτια είμαι από χτες, σήμερα θα
κάνω σάπινγκ». Να μη συγχέεται με το παλιότερο «κοκούνινγκ», που ήταν η αγγλική
έκφραση cocooning και είχε τη θετική έννοια του αράγματος στο ζεστό σπιτικό.
Κλασικά = Ξανά στη μόδα μεταξύ των νέων παιδιών, προς απόδειξιν
του ότι όλες οι μόδες, ακόμη και οι λεκτικές, μπορούν να επιστρέψουν: «Και,
κλασικά, το λούσαμε και χτες». Σήμερα, όμως, χρησιμοποιείται όπως και το
«classic» στα αγγλικά, ως δήλωση του αναμενόμενου: «Και του είπα του μαλέφα, η
γκόμενα είναι φέτα, αλλά αυτός εκεί, σκάλωσε! - Κλασικό!»
Επικό = Τρομερό, καταπληκτικό, ανώτερο από «κλασικό». Επίσης
χαρακτηρίζει και μια εντυπωσιακή γυναίκα: «Επική γκόμενα, λέμε!»
Ελεος! = Χρησιμοποιείται όπως και το αντίστοιχο αγγλικό «mercy!»
ως επιφώνημα. «Πάλι ποδόσφαιρο θα δείτε; Ελεος!»
Σαύρα = Μη εμφανίσιμη γκόμενα.
Φ.Ε.Τ.Α.= Το ίδιο, από τα αρχικά Φανατική Εκπρόσωπος Της Ασχήμιας!
Φλόμπα = Μη εμφανίσιμη, παράλληλα δε και κακού ή φτηνού γούστου
γκόμενα.
Γκικ = Φύτουκλας (και τα πιο ελαφρά: σπασίκλας, φυτό). Geek: Ατομο
που δεν «το 'χει» με το γενικό περιβάλλον και που είναι κολλημένο με
αντικείμενα ή θέματα διανοητικού περιεχομένου, τεχνολογίας και αντίστοιχων
παιχνιδιών (ηλεκτρονικών και μη). Το «σπασίκλας» αφορά περισσότερο τον
κολλημένο με τα βιβλία και τα μαθήματα.
Ντρίμι = Το αγγλικό «dreamy» (ονειρικός, όνειρο), αντικαθιστά
ταχύτατα το -παλιότερο- «θεϊκός». Για γραπτά μηνύματα...
Ο-μι-τζι= Ο.Μ.G., τα αρχικά τού «oh, my God!» (Θεέ μου!). Εκφραση
πάρα πολύ της μόδας στην Αμερική, πέρασε μέσω ίντερνετ τσάτινγκ σε όλο τον
κόσμο. Μόνο που εδώ χρησιμοποιείται και... προφορικά!
ΛΟΛ = L.Ο.L., τα αρχικά τού «laugh out loud» (γελάω δυνατά).
Διεθνώς χρησιμοποιείται μόνο στη γραπτή επικοινωνία μέσω ίντερνετ ή sms, εδώ
ακούγεται κιόλας. Σημειώστε και το αρκετά χιουμοριστικό προφορικό «Ο-μι-τζι και
τρία ΛΟΛ!».
ROTF-LOL = Ο υπερθετικός του ΛΟΛ,«rolling on the floor laughing
out loud»: Κυλιέμαι στο πάτωμα από τα γέλια! Ευρύτατης χρήσεως στο ίντερνετ.
Της ιδίας φύσεως και τα:
LMAO = Laughing my ass off: Ξεκωλώθηκα στο γέλιο.
LMFAO = Laughing my fucking ass off: Ξεκωλώθηκα εντελώς και
συνεχίζω να γελάω.
ROFLMAO = Rolling on floor laughing my ass off: Κυλιέμαι στα
πάτωμα ξεκωλωμένος από τα γέλια (και πάει λέγοντας...).
BF / GF = Boy-friend, Girl-friend: Το αγόρι/ το κορίτσι ή αυτός/-ή
που θέλουμε.
BFF = Best friends forever: Η κολλητή (βλέπε και την ομότιτλη
εκπομπή ριάλιτι με την Πάρις Χίλτον).
F2F = Face to face: Πρόσωπο με πρόσωπο. Παίζει πολύ στα sms
«ψησίματος».
ΤΥ = Thank you, ευχαριστώ εν συντομία.
Μιλφ = MILF, τα αρχικά του «mother Ι'd like to fuck» (όχι, δεν θα
σας το μεταφράσω!). Περιγράφει γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας (θα μπορούσε να
είναι και μητέρα) που ξεσηκώνει τον νεότερο αντρικό πληθυσμό. Η φράση έχει
περάσει και στα βιντεοκλάμπ, όπου στα πορνό οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να
αναζητήσουν «Μιλφάκια»! Στην Αμερική παίζει και το GILF («grand-mother...» και
τα λοιπά), που εδώ δεν έχει πιάσει - και πολύ λογικά, γιατί οι ελληνίδες
γιαγιάδες σπάνια φέρνουν στην Γκόλντι Χόουν!
WTF? = Τα αρχικά τού «what the fuck?». Σε ελεύθερη μετάφραση, τι
στο διάολο; Αποκλειστικά σε γραπτή επικοινωνία.
POS = Parent over shoulder, συνθηματικό «σύρμα». Σημαίνει στην
ιντερνετική γλώσσα «γονιός πάνω απ' τον ώμο μου», δεν μπορώ να μιλήσω τώρα...
Ρ911 = Συναγερμός, γονείς! Από το Ρ (parent) και τον αριθμό 911
(το αμερικανικό της αμέσου βοηθείας)!
CD9 - Code 9 = Και πάλι συνθηματικό στον τύπο με τον οποίο
«τσατάρεις» για το ότι εμφανίστηκε γονιός στο δωμάτιο! Εμπνευσμένο από τους
συναγερμούς (code) της αμερικανικής αστυνομίας.
BRB = Επιστρέφω αμέσως («be right back»), όταν αφήνεις τη σελίδα ή
βγαίνεις από το διαδίκτυο μέχρι να φύγει ο γονιός!
ASL = Από τα αρχικά των «age, sex, location» (ηλικία, φύλο,
τόπος): Αποκλειστικά στο τσάτινγκ, για να ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις!
RTMS = Τα αρχικά τού «Ρώτα τη μάνα σου!» ή, μάλλον, «Rota ti mana
sou»! Ευφυές και ξεκαρδιστικό. Αποκλειστικά και μόνο σε γραπτή επικοινωνία.
No comments:
Post a Comment